Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραλογισμός οι παραλογισμοί
      γενική του παραλογισμού των παραλογισμών
    αιτιατική τον παραλογισμό τους παραλογισμούς
     κλητική παραλογισμέ παραλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλογισμός < αρχαία ελληνική παραλογισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραλογισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία