παρακοινωνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακοινωνός αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) κάποιος που έχει γίνει συνεταίρος ενός αλλά όχι όλων των συνεταίρων ή που του έχει παραχωρηθεί μέρος ή το σύνολο μετοχικών δικαιωμάτων σε εταιρεία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακοινωνός
|