συνεταίρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεταίρος < μεσαιωνική ελληνική συνεταῖρος, πιθανόν για διαφοροποίηση από το "συν" + "έτερος" ή το αρχαίο "συνέταιρος" που σήμαινε φίλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεταίρος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- συνεταίρα
- → δείτε τη λέξη συνέταιρος
Σημειώσεις επεξεργασία
- η λέξη χρησιμοποιείται και σαν θηλυκό αντί του συνεταίρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεταίρος
→ δείτε τη λέξη συνέταιρος |