Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακμάζω < αρχαία ελληνική παρακμάζω < παρά + ἀκμάζω < ἀκμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*h₂eḱ- (κοφτερός, οξύς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾakˈma.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

παρακμάζω

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία