Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακεντώ < ελληνιστική κοινή παρακεντέω / παρακεντῶ < αρχαία ελληνική παρά + κεντέω / κεντῶ

  Ρήμα επεξεργασία

παρακεντώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία