tap into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tap into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | taps into |
αόριστος | tapped into |
παθητική μετοχή | tapped into |
ενεργητική μετοχή | tapping into |
Ρήμα
επεξεργασίαtap into (en)
- αποκτώ πρόσβαση σε...
ενεστώτας | tap into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | taps into |
αόριστος | tapped into |
παθητική μετοχή | tapped into |
ενεργητική μετοχή | tapping into |
tap into (en)