παραδοξότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδοξότητα < ελληνιστική κοινή παραδοξότητα, αιτιατική ενικού τού παραδοξότης < αρχαία ελληνική παράδοξος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδοξότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του παράδοξου
- το παράδοξο, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, παράδοξο γεγονός ή παράδοξη κατάσταση