παράφορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράφορος < παρά- + φορ- φέρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾa.fo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐φο‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
παράφορος, -η, -ο
- (λόγιο) σφοδρός, ασυγκράτητος, ορμητικός
- παράφορος έρωτας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις παρά και φέρω