παντοδαπός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντοδαπός < αρχαία ελληνική παντοδαπός
Επίθετο επεξεργασία
παντοδαπός
- (αρχαιοπρεπές) κάθε είδους
- ↪ όχημα παντοδαπού εδάφους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντοδαπός
|