παντιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντιέρα | οι | παντιέρες |
γενική | της | παντιέρας | — | |
αιτιατική | την | παντιέρα | τις | παντιέρες |
κλητική | παντιέρα | παντιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντιέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παντιέρα < ιταλική bandiera με αποηχηροποίηση του [b] > [p][1] < banda < φραγκικά *binda (συνδέω, ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- (δένω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντιέρα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- σηκώνω παντιέρα (επαναστατώ)
- παντιέρα ρόσα (κόκκινη σημαία)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ παντιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας