λάβαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάβαρο | τα | λάβαρα |
γενική | του | λάβαρου | των | λάβαρων |
αιτιατική | το | λάβαρο | τα | λάβαρα |
κλητική | λάβαρο | λάβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάβαρο ουδέτερο
- κομμάτι υφάσματος που κρέμεται από ιστό και φέρει παραστάσεις και εμβλήματα ενός στρατού, κόμματος, συλλόγου
- ※ καὶ μ’ ἄλλους τόσους ἄρχοντες νὰ πηαίνουν ἐμπροστά μου, / τὸ λάβαρο ὁ στρατάρχης μου βαστώντας στὰ δεξά μου· (Ιωάννης Τρωίλος, Βασιλεύς ο Ροδολίνος, 85-86, 1640 / 1647 μ.χ.)
- κομμάτι υφάσματος με περίτεχνη διακόσμηση που περιφέρεται σε θρησκευτικές πομπές
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λάβαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.