πανοραμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανοραμικός < αγγλική panoramic + -ικός < panorama < αρχαία ελληνική πᾶν + αρχαία ελληνική ὅραμα
Επίθετο επεξεργασία
πανοραμικός, -ή, -ό
- που πιάνει όλο το εύρος του ορίζοντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανοραμικός