παλαιοβιβλιοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοβιβλιοπωλείο < παλαιο- + βιβλιοπωλείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοβιβλιοπωλείο ουδέτερο
- βιβλιοπωλείο στο οποίο πωλούνται παλαιά βιβλία, συχνά μεταχειρισμένα, αλλά και σπάνιες και δυσεύρετες εκδόσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοβιβλιοπωλείο