bookstore
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bookstore | bookstores |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bookstore (en)
- το βιβλιοπωλείο
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.
- Έκανα μια μεγάλη ανακάλυψη σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο χθες.
- ↪ I made a great find in a secondhand bookstore yesterday.