παθητικός ακτινοβολητής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παθητικός ακτινοβολητής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική passive radiator

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

παθητικός ακτινοβολητής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία