παίζω ξύλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
παίζω ξύλο στην αργκό σημαίνει ότι συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, γρονθοκοπώ, παλεύω, δίνω σωματική μάχη με κάποιον ή κάποιους άλλους είτε στα σοβαρά, είτε (στα παιδιά κυρίως) για παιχνίδι