Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fight fights

fight (en)

  1. η μάχη, ο αγώνας ενάντια σε κάποιον ή κάτι που χρησιμοποιεί φυσική βία
    I am getting into the fight.
    Ρίχνομαι στη μάχη.
    I am putting up a fight.
    Δίνω μια μάχη.
    an armed fight - ένοπλος αγώνας
     συνώνυμα:  battle και struggle
  2. ο καβγάς, η διαφωνία
    I don’t want to get involved in their fights.
    Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
  3. ο αγώνας, η μάχη, η προσπάθεια να καταστρέψω, να αποτρέψω ή να πετύχω κάτι
    a legal fight - δικαστικός αγώνας
    the fight for survival - ο αγώνας για την επιβίωση
    the fight against poverty - ο αγώνας κατά της φτώχειας
    the fight against cancer - η μάχη κατά του καρκίνου

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fight
γ΄ ενικό ενεστώτα fights
αόριστος fought
παθητική μετοχή fought
ενεργητική μετοχή fighting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fight (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μάχομαι, πολεμώ, παίρνω μέρος σε πόλεμο ή μάχη εναντίον εχθρού
    The army is fighting heroically against the enemy.
    Ο στρατός μάχεται ηρωικά εναντίον του εχθρού.
     συνώνυμα:  battle και combat
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπολεμώ, μάχομαι, προσπαθώ σκληρά να σταματήσω, να αντιμετωπίσω ή να είμαι αντίθετος σε κάτι κακό ή κάτι με το οποίο διαφωνώ
    The church fights atheism.
    Η εκκλησία μάχεται την αθεΐα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ πολύ για να πάρω κάτι ή να πετύχω κάτι
    I am fighting to see.
    Αγωνίζομαι να δω.
    Conservatives fight for preservation of the status quo.
    Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
    Medicine is fighting for the cure for cancer.
    Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
    I am fighting for my freedom.
    Μάχομαι για την ελευθερία μου.
     συνώνυμα: strive, try hard

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία