Δείτε επίσης: πατερό, πατερός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάτερο τα πάτερα
      γενική του πάτερου των πάτερων
    αιτιατική το πάτερο τα πάτερα
     κλητική πάτερο πάτερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάτερο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάτερο (< πατερόν < (αρχαία ελληνική) πάτος (=πάτωμα) + -ερό(ν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.te.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐τε‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάτερο ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάτερο < πάτερ(ον) (< πατερόν) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάτερο ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία