Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ουρλιάζω < μεσαιωνική ελληνική οὐριάζω < αρχαία ελληνική ὠρύομαι
  2. ουρλιάζω < ιταλική urlare

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uɾˈʎa.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ουρλιάζω

  1. (για ζώα) βγάζω μακρόσυρτη, δυνατή κραυγή
    ο λύκος ούρλιαξε στο φεγγάρι
     συνώνυμα: σκούζω
  2. φωνάζω δυνατά σαν ζώο
    ουρλιάζω από θυμό
     συνώνυμα: κραυγάζω, σκούζω, ωρύομαι
  3. (μεταφορικά) παράγω ήχο που θυμίζει κραυγή
    ο άνεμος ούρλιαζε έξω από το σπίτι
     συνώνυμα: βουίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία