Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κραυγή οι κραυγές
      γενική της κραυγής των κραυγών
    αιτιατική την κραυγή τις κραυγές
     κλητική κραυγή κραυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κραυγή < αρχαία ελληνική κραυγή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾaˈvʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κραυ‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κραυγή θηλυκό

  1. πολύ δυνατή άναρθρη φωνή, συχνά λόγω έντονων συναισθημάτων
    κραυγή τρόμου - κραυγή πόνου
  2. φωνή ορισμένων ζώων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία