οστεομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστεομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteometric < osteometry < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίαοστεομετρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την οστεομετρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστεομετρικός