οσμηρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οσμηρός | η | οσμηρή | το | οσμηρό |
γενική | του | οσμηρού | της | οσμηρής | του | οσμηρού |
αιτιατική | τον | οσμηρό | την | οσμηρή | το | οσμηρό |
κλητική | οσμηρέ | οσμηρή | οσμηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οσμηροί | οι | οσμηρές | τα | οσμηρά |
γενική | των | οσμηρών | των | οσμηρών | των | οσμηρών |
αιτιατική | τους | οσμηρούς | τις | οσμηρές | τα | οσμηρά |
κλητική | οσμηροί | οσμηρές | οσμηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οσμηρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀσμηρός < αρχαία ελληνική ὀσμή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.zmiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐σμη‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
οσμηρός, -ή, -ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- οσμηρότητα
- → δείτε τις λέξεις οσμή και όζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οσμηρός | οι | οσμηροί |
γενική | του | οσμηρού | των | οσμηρών |
αιτιατική | τον | οσμηρό | τους | οσμηρούς |
κλητική | οσμηρέ | οσμηροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
οσμηρός αρσενικό
- (ψάρι) είδος ψαριού της οικογένειας Οσμηρίδες (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
είδος ψαριού
|
Πηγές επεξεργασία
- οσμηρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)