οροφοκομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οροφοκομία < όροφ(ος) + -ο- + -κομία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική housekeeping)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οροφοκομία θηλυκό
- (νεολογισμός) το ξενοδοχειακό τμήμα που ασχολείται με την εξυπηρέτηση (καθαρισμό και εφοδιασμό) των δωματίων των ορόφων των ξενοδοχείων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οροφοκομία