οροδιαγνωστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οροδιαγνωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οροδιαγνωστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serodiagnosis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οροδιαγνωστική θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του οροδιάγνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
οροδιαγνωστική
|