οροαιματώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οροαιματώδης < ορός + -ο- + αιματώδης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serosanguineous)
Επίθετο επεξεργασία
οροαιματώδης
- (ιατρική) που αποτελείται από πλάσμα αίματος και λευκά αιμοσφαίρια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οροαιματώδης