Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορθοξυλόλιο τα ορθοξυλόλια
      γενική του ορθοξυλολίου
ορθοξυλόλιου
των ορθοξυλολίων
    αιτιατική το ορθοξυλόλιο τα ορθοξυλόλια
     κλητική ορθοξυλόλιο ορθοξυλόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοξυλόλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoxylene < αρχαία ελληνική ὀρθός + ξύλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοξυλόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία