ορθοξυλένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθοξυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthoxylene < αρχαία ελληνική ὀρθός + ξύλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθοξυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) άλλη μορφή του ορθοξυλόλιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθοξυλένιο
|