ορθολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ορθολογικός-ή, -ό
- που είναι σύμφωνος με τον ορθό λόγο, τη λογική
- ↪ το ζητούμενο είναι η ορθολογική διαχείριση των οικονομικών μας
- ≈ συνώνυμα: λογικός, λελογισμένος (λόγιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- ορθολογισμός
- ορθολογιστής
- ορθολογιστικός
- → και δείτε τις λέξεις ορθός και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ορθολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας