οργιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργιαστικός < αρχαία ελληνική ὀργιαστικός
Επίθετο επεξεργασία
οργιαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με όργια
- οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου και άλλων θεοτήτων
- (μεταφορικά) εξαιρετικά ανεπτυγμένος