οπτικοηλεκτρονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπτικοηλεκτρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική optoelectronic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική optoélectronique[1] < ελληνιστική κοινή ὄπτω / ὀπτός + αρχαία ελληνική ἤλεκτρον
Επίθετο επεξεργασία
οπτικοηλεκτρονικός, -ή, -ό
- (φυσική, ηλεκτρονική) που έχει σχέση με την οπτικοηλεκτρονική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπτικοηλεκτρονικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 οπτικοηλεκτρονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)