οπισθόγραφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπισθόγραφος < οπισθογραφώ + -ος
Επίθετο επεξεργασία
οπισθόγραφος, -η, -ο
- που έχει γραφτεί από το πίσω μέρος
- άλλη μορφή του οπισθογραφημένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις οπισθογραφώ, όπισθεν, πίσω και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπισθόγραφος