όπισθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- όπισθεν < αρχαία ελληνική ὄπισθεν
Επίρρημα επεξεργασία
όπισθεν
Ουσιαστικό επεξεργασία
όπισθεν θηλυκό άκλιτο
- η ταχύτητα του αυτοκινήτου που εξαναγκάζει το όχημα σε κίνηση προς τα πίσω
- αντί να βάλω την πρώτη έβαλα την όπισθεν και έτσι τράκαρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
όπισθεν