οξυτοκίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξυτοκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxytocin[1] < αρχαία ελληνική ὀξύς + τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξυτοκίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που διεγείρει τις συσπάσεις κατά τη διάρκεια του τοκετού και διευκολύνει την παραγωγή γάλακτος για τον θηλασμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξυτοκίνη
- ↑ οξυτοκίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)