ομοσπονδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοσπονδιακός < ομοσπονδία + -ακός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fédéral
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ομοσπονδιακός
- που συσχετίζεται με ομοσπονδία
ομοσπονδιακός