Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοεθνής η ομοεθνής το ομοεθνές
      γενική του ομοεθνούς* της ομοεθνούς του ομοεθνούς
    αιτιατική τον ομοεθνή την ομοεθνή το ομοεθνές
     κλητική ομοεθνή(ς) ομοεθνής ομοεθνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοεθνείς οι ομοεθνείς τα ομοεθνή
      γενική των ομοεθνών των ομοεθνών των ομοεθνών
    αιτιατική τους ομοεθνείς τις ομοεθνείς τα ομοεθνή
     κλητική ομοεθνείς ομοεθνείς ομοεθνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοεθνής < < αρχαία ελληνική ὁμοεθνής < ὁμοῦ + ἔθνος

  Επίθετο επεξεργασία

ομοεθνής

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία