Δείτε επίσης: ὁλκή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολκή οι ολκές
      γενική της ολκής των ολκών
    αιτιατική την ολκή τις ολκές
     κλητική ολκή ολκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολκή < αρχαία ελληνική ὁλκή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /olˈci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολκή θηλυκό, συνήθως σε χρήση στη γενική ενικού: «ολκής»

  1. (αρχαιοπρεπές) τράβηγμα
  2. (παρωχημένο) βάρος
  3. (σαν χαρακτηρισμός) αξία, ικανότητα, σπουδαιότητα, εκτόπισμα, μέγεθος
  4. μέθοδος παραγωγής σύρματος από όλκιμο μέταλλο

Εκφράσεις επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • σαν χαρακτηρισμός που δηλώνει τη σπουδαιότητα, ικανότητα, αξία, μέγεθος κτλ ενός ανθρώπου ή μιας συμπεριφοράς και χρησιμοποιείται μόνο στη γενική του ενικού χωρίς άρθρο
    επιστήμονας ολκής, διαρρήκτης ολκής, επιτεύγματα ολκής, πολιτικός ολκής, απατεώνας ολκής, βλάκας ολκής, λάθος ολκής

  Μεταφράσεις επεξεργασία