Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stature (en)

  1. το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
  2. η σπουδαιότητα, η ολκή, η αναγνωρισμένη πολιτική/κοινωνική ισχύς, το εκτόπισμα

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stature statures

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stature (fr) θηλυκό

  1. το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής, το μπόι
  2. (μεταφορικά) η σπουδαιότητα κάποιου