ολιγοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοφάγος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοφάγος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + φαγεῖν
Επίθετο επεξεργασία
ολιγοφάγος, -ος / -α, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ολιγοφαγία
- → δείτε τις λέξεις λίγος, φαγητό και τρώω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοφάγος