Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

οικογενειακώς

  • (λόγιο) ως οικογένεια (για κάτι που αφορά σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας)
μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία