Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οικογενειακώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Επίρρημα
1.1.1
Ταυτόσημο
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
οικογενειακώς
(
λόγιο
) ως
οικογένεια
(για κάτι που αφορά σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας)
μετακόμισαν
οικογενειακώς
στην Αθήνα
Ταυτόσημο
επεξεργασία
οικογενειακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικογενειακώς
αγγλικά
:
as a family
(en)
γαλλικά
: en
famille
(fr)