famille
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
famille | familles |
famille (fr) θηλυκό
- η οικογένεια, το σόι, η φαμίλια, η φαμελιά
Συγγενικά επεξεργασία
- familial
- familiale
- familialement
- familialisme
- familialiste
- familistère
- intrafamilial
- multifamilial
- multifamiliale
- unifamilial
- unifamiliale