οιακοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οιακοφόρος < οίακ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική οἰακοφόρος
Επίθετο επεξεργασία
οιακοφόρος, -ος/-α, -ο
- αυτός που φέρει πηδάλιο
- (ναυτικός όρος) αυτός που φέρει οίακα (πηδάλιο)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οιακοφόρος
|