οδοντοφατνιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδοντοφατνιακός < οδοντο- + φατνιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dentoalveolar[1])
Επίθετο επεξεργασία
οδοντοφατνιακός
- (ιατρική, ανατομία, γλωσσολογία) που έχει σχέση με την περιοχή των δοντιών και των φατνίων ή αναφέρεται σ’ αυτή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Οδοντοφατνιακά σύμφωνα στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοντοφατνιακός
- ↑ οδοντοφατνιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)