ξεχαρβάλωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεχαρβάλωτος < ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.xaɾˈva.lo.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ξεχαρβάλωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξεχαρβαλωμένος, που έχει ξεχαρβαλωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεχαρβάλωτος
|