Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφούσκωμα τα ξεφουσκώματα
      γενική του ξεφουσκώματος των ξεφουσκωμάτων
    αιτιατική το ξεφούσκωμα τα ξεφουσκώματα
     κλητική ξεφούσκωμα ξεφουσκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφούσκωμα < ξεφουσκώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεφούσκωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ρήματος ξεφουσκώνω, η αφαίρεση του αέρα από ένα φουσκωτό, φουσκωμένο αντικέιμενο ή η απώλεια του αέρα που περιέχει λόγω βλάβης
  2. (μεταφορικά) η αποκατάσταση μιας υπερβολικά διογκωμένης κατάστασης στις φυσικές της διαστάσεις
  3. η ανακούφιση από την αποκατάσταση της λειτουργίας του στομάχου και των εντέρων, η απαλλαγή από το φούσκωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία