Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φούσκωμα τα φουσκώματα
      γενική του φουσκώματος των φουσκωμάτων
    αιτιατική το φούσκωμα τα φουσκώματα
     κλητική φούσκωμα φουσκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούσκωμα < φουσκώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούσκωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φουσκώνω
    το φούσκωμα του μπαλονιού θέλει γερά πνευμόνια
  2. η αίσθηση που έχει κάποιος που έφαγε πολύ και έχει φουσκώσει
    έχω ένα φούσκωμα, θα πάρω ένα χαπάκι να ηρεμήσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία