Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεστηθωμένος η ξεστηθωμένη το ξεστηθωμένο
      γενική του ξεστηθωμένου της ξεστηθωμένης του ξεστηθωμένου
    αιτιατική τον ξεστηθωμένο την ξεστηθωμένη το ξεστηθωμένο
     κλητική ξεστηθωμένε ξεστηθωμένη ξεστηθωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεστηθωμένοι οι ξεστηθωμένες τα ξεστηθωμένα
      γενική των ξεστηθωμένων των ξεστηθωμένων των ξεστηθωμένων
    αιτιατική τους ξεστηθωμένους τις ξεστηθωμένες τα ξεστηθωμένα
     κλητική ξεστηθωμένοι ξεστηθωμένες ξεστηθωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεστηθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεστηθώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεστηθωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία