ξεστηθώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεστηθώνω
- (μεταβατικό) αποκαλύπτω, ξεγυμνώνω το στήθος κάποιου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στήθος
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστηθώνω | ξεστήθωνα | θα ξεστηθώνω | να ξεστηθώνω | ξεστηθώνοντας | |
β' ενικ. | ξεστηθώνεις | ξεστήθωνες | θα ξεστηθώνεις | να ξεστηθώνεις | ξεστήθωνε | |
γ' ενικ. | ξεστηθώνει | ξεστήθωνε | θα ξεστηθώνει | να ξεστηθώνει | ||
α' πληθ. | ξεστηθώνουμε | ξεστηθώναμε | θα ξεστηθώνουμε | να ξεστηθώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεστηθώνετε | ξεστηθώνατε | θα ξεστηθώνετε | να ξεστηθώνετε | ξεστηθώνετε | |
γ' πληθ. | ξεστηθώνουν(ε) | ξεστήθωναν ξεστηθώναν(ε) |
θα ξεστηθώνουν(ε) | να ξεστηθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστήθωσα | θα ξεστηθώσω | να ξεστηθώσω | ξεστηθώσει | ||
β' ενικ. | ξεστήθωσες | θα ξεστηθώσεις | να ξεστηθώσεις | ξεστήθωσε | ||
γ' ενικ. | ξεστήθωσε | θα ξεστηθώσει | να ξεστηθώσει | |||
α' πληθ. | ξεστηθώσαμε | θα ξεστηθώσουμε | να ξεστηθώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστηθώσατε | θα ξεστηθώσετε | να ξεστηθώσετε | ξεστηθώστε | ||
γ' πληθ. | ξεστήθωσαν ξεστηθώσαν(ε) |
θα ξεστηθώσουν(ε) | να ξεστηθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστηθώσει | είχα ξεστηθώσει | θα έχω ξεστηθώσει | να έχω ξεστηθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστηθώσει | είχες ξεστηθώσει | θα έχεις ξεστηθώσει | να έχεις ξεστηθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστηθώσει | είχε ξεστηθώσει | θα έχει ξεστηθώσει | να έχει ξεστηθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστηθώσει | είχαμε ξεστηθώσει | θα έχουμε ξεστηθώσει | να έχουμε ξεστηθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστηθώσει | είχατε ξεστηθώσει | θα έχετε ξεστηθώσει | να έχετε ξεστηθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστηθώσει | είχαν ξεστηθώσει | θα έχουν ξεστηθώσει | να έχουν ξεστηθώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεστηθώνω
|