Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγυμνώνω < ξε- + γυμνώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ʝimˈno.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγυμνώνω

  1. γδύνω κάποιον εντελώς
     συνώνυμα: απεκδύομαι, τσιτσιδώνω
  2. (μεταφορικά) ληστεύω
  3. (μεταφορικά) αποκαλύπτω ελαττώματα ή μεμπτές πράξεις
     συνώνυμα: ξεβρακώνω, ξεσκεπάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία