Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκεπάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσκεπάζω

  1. βγάζω το κάλυμμα από κάτι ώστε να φαίνεται, να μην είναι σκεπασμένο πια
  2. (μεταφορικά) φέρνω κάτι κρυμμένο ή μυστικό στην επιφάνεια

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία