Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξερολιθιά οι ξερολιθιές
      γενική της ξερολιθιάς των ξερολιθιών
    αιτιατική την ξερολιθιά τις ξερολιθιές
     κλητική ξερολιθιά ξερολιθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ξερολιθιά στην αγγλική ύπαιθρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερολιθιά < μεσαιωνική ελληνική ξηρόλιθ(ος) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερολιθιά θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) κατασκευή από πέτρες ή πλάκες που συνδέονται χωρίς κανένα άλλο συνδετικό υλικό (λάσπη, τσιμέντο κ.λπ.), η οποία στερεώνεται και αποκτά ευστάθεια με το σφήνωμα μικρότερων κομματιών από πέτρες
  2. (κατ’ επέκταση) (αρχιτεκτονική) η τεχνική με την οποία κατασκευάζονται κτίσματα με πέτρες χωρίς κανένα συνδετικό υλικό
  3. (συνεκδοχικά) (αρχιτεκτονική) πεζούλα κατασκευασμένη με αυτήν την τεχνική

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία